κατοικονομώ

κατοικονομώ
κατοικονομῶ, -έω (Α)
διαχειρίζομαι καλά, διευθετώ («εἰ δὲ κατοικονομήσειε τὴν περὶ ταῡτα χρείαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οἰκονομῶ «είμαι οικονόμος, τακτοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”